- αηδονοφωλιά
- ηφωλιά αηδονιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αηδονοφωλιά — η η φωλιά του αηδονιού: Όταν ήμασταν παιδιά, την άνοιξη ψάχναμε για αηδονοφωλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδονιά — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 311 κάτ.) του νομού Κορινθίας.… … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek